Τον τελευταίο καιρό ονειρεύομαι ένα κόκκινο ποδήλατο,
ένα κατακόκκινο γυαλιστερό ποδήλατο,
σαν εκείνο που μου χάρισε ο πατέρας μου όταν ήμουν παιδί..
Να κοντράρομαι στις λεωφόρους με τις αυτοκινούμενες μηχανές
με μοναδικό τρόπαιο την έλλειψη βιασύνης ενάντια στη ρομποτική τεχνολογία..
Δεν είναι καμιά οικολογική συνείδηση που κατευθύνει τούτη δω την επιθυμία μου,
μα η δική μου η ανάγκη να ξαναγυρίσω στις αλάνες των παιδικών μου χρόνων,
εκείνο το συναίσθημα πως ο χρόνος είναι αιώνιος κι η βιασύνη αρωγός της ωρίμανσης..
Θέλω να έχει κατάμαυρες ολοκαίνουργιες ρόδες και να καμαρώνω την όψη του ανάμεσα
στα ακριβά οχήματα που ανήκουν στις τράπεζες
και τις νευρώσεις των λογαριασμών του γραμματοκιβωτίου..
Να είναι δική μου η δύναμη της κίνησης
και μόνη μου αγωνία, να έχω τα λάστιχα γεμάτα αέρα..
Να έχω και μια σχάρα στο πίσω μέρος
να παίρνω τους περαστικούς να μοιράζονται μαζί μου το όνειρο..
Να βάζω πάνω του όσους αγαπώ
και να τους αφήνω να τεντώνουν επιδεικτικά τα πόδια τους
όπως κάναμε τα χρόνια της αθωότητας..
Να έχω την αγωνία πως είναι ακόμα εκεί που το άφησα
και να γρασάρω την αλυσίδα του,
που θα αφήνει εκείνο το μαύρο λεκέ στο πλάι του ποδιού μου
μαρτυρία πως είμαι ακόμα παιδί και δεν φοβάμαι τους λεκέδες..
Να περιφέρομαι αδιάφορη για το περασμένο της ηλικίας μου
ανάμεσα σε ζωηρά πιτσιρίκια
που θα κοιτούν περιφρονητικά την γυαλιστερή μου σχεδία
με την άγνοια πως η γυαλάδα στο χρώμα
είναι απλά η παραδοχή της απουσίας μου
από τον χρωματιστό τους κόσμο
που δε χρειάζεται να ντύσει την ομορφιά με φανταχτερά στολίδια..
Να είναι εκείνο η απαρχή της καινούργιας μου ζωής
σ' ένα κόσμο που οι άνθρωποι
απολαμβάνουν την ηρεμία της καθυστέρησης,
την αργοπορία των κουρασμένων μελών,
και τον πλούτο του δωρεάν ταξιδιού στον κόσμο των ονείρων..