Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Ψυχές και σώματα..



Έχουμε ξεχάσει..
Το βλέπω γραμμένο
σε κάθε τετριμένη κίνηση
που φιλοδοξεί,
χωρίς να νοιάζεται..
Ο δρόμος της μοναξιάς
σιγά σιγά γίνεται ένα με την ύπαρξη μας..
Επιβατικά πλοία γεμάτα κόσμο,
αγκαλιασμένα ζευγαράκια στις γωνιές,
κι εσύ ν' αναρωτιέσαι
γιατί να νιώθεις τόση ερημιά στη θέα της ευτυχίας..
Μάταια να ταξιδεύεις με το μυαλό στις γραμμές του τρένου..
Δεμένη να περιμένεις τον επόμενο συρμό να σε ισοπεδώσει..
Ξέρω ποτέ δε θα παραδεχόσουν πως εκείνη είναι που οδηγεί,
Ο φόβος της κι η ίδια της η ανάγκη..
Αιώνες πριν,
στριφογύριζα στη μυρωδιά σου
ποτίστηκανε τα ρουθούνια μου απο 'σενα..
Τί κατάλαβες δεν ξέρω..
Κάθε μυαλό είναι ένα τεράστιο, άλυτο μυστήριο..
Κι οι καρδιές, που μας πάνε;
Άσε μεγαλώσαμε,
για να χαρεί η ψυχή μας χρειάζονται έξοδα..
Τις αγκαλιές τις χορτάσαμε,
τότε που ανταλλάζανε πόθους με κόκκινα κορδελάκια της τύχης..
Μας έμεινε μόνο εκείνο το συναίσθημα από 'κεινο το πρώτο φιλί
που πόνεσαν τα χείλη γιατί είχε τη χαρά της προσδοκίας..
Αν μπορούσα, ένα πράγμα θα 'σβηνα από τούτο 'δω τον κόσμο
την αλόγιστη κατανάλωση του είναι μας..

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Οργή..


Βροχή με ήλιο σαν εμένα,
μια καταιγίδα απροσδόκητη..
Έκλεισα τις πόρτες κανένα να μη δω σήμερα..
Να κλάψω θέλω για τις χαρές που δεν ήρθαν..
Ακουμπάω να βρω κάτω απ' το δέρμα μου παλμό..
Πόσα ονειρεύτηκα τέτοια πρωινά με λιακάδα..
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα με τη σκέψη της γαλήνης..
Στο ίδιο σημείο εδώ και χρόνια..
Δε θέλω να πάω στη δουλειά σα παιδί που μισεί το σχολείο
δεν την αντέχω τη βοή του κόσμου
δεν τον αντέχω εκείνο τον άξαιστο δημιοσιουπαλλάκο απέναντι μου
την ομηρία του ωραρίου, τις ξύλινες εγκυκλίους
ασάλευτη με την εικόνα του νησιού στον ωκεανό..
Κάθε που ονειρευόμουν με καταριόσουν
να γίνω σαν εσένα γκρίζα και μόνη να θριαμβεύσω στο τίποτα..
Δεν έφυγα ποτέ απο 'κει και 'κει γυρίζω άβουλη σαν εσένα..
Ο κύκλος σου στενεύει να ηρεμήσω θέλω, μα δε μ' αφήνεις..
Μια μέρα θα φύγω και δε θα με ξαναδείτε
κι ούτε να που να με ψάξετε να μη σκεφτείτε
θα έχω εξαϋλωθεί
μαλάκες..

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Ο Σάκης, η Λίτσα και ο έρωτας..


Ο Σάκης ήταν ένας γοητευτικός άντρας με μεσογειακό ταμπεραμέντο, μανούλα στο ψηστήρι, όταν δε βαριόταν, το οποίο φρόντιζε να συνδυάζει με μια ευγένεια, που έκανε το συνδυασμό θανατηφόρο και τον ίδιο ακαταμάχητο. Πάντα γελαστός και κεφάτος εκ' πεποιθήσεως, πίστευε πως όλα τα κακά ξορκίζονται με χαμόγελο και θετική σκέψη.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή, ο Σάκης στα νιάτα του ήταν αριστερός και ως αριστερός ήταν και διαβασμένος γιατί αριστερός και διάβασμα είναι σα να λέμε γιαούρτι με μέλι ο πιο συνηθισμένος συνδυασμός. Εκτός απ' το διάβασμα αφιέρωσε τη νιότη του στην περιπέτεια, τις καταχρήσεις και τις πουτάνες. Τώρα θα μου πείτε: ‘αριστερός και πουτάνες;’ Α! όλα κι όλα ο Σάκης μπορεί να ήταν πολλά πράματα, ρατσιστής όμως δεν ήταν.
Αχ οι πουτάνες, αυτές ήταν η μεγάλη του αδυναμία, πάντα διαθέσιμες και το κυριότερο «μετά την απομάκρυνση απ’ το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται» κι ο Σάκης δεν μπορούσε με τίποτα τις ξενέρωτες που κάνουν κόνξες μέχρι να τις πηδήξεις, αλλά ούτε και την κρεβατομουρμούρα. Δεν είχε παράπονο όλα τα δοκίμασε και όλα τα απόλαυσε καθώς συνήθιζε να λέει. Αλλά κάπου στα σαράντα-φεύγα αποφάσισε ότι είχε πια βαρεθεί, ο ακριβής λόγος βέβαια που πήρε τη συγκεκριμένη απόφαση παραμένει άγνωστος, λίγο που ήθελε το κατιτί παραπάνω του, λίγο που τον έπιανε που και που κανένας συναισθηματισμός του στυλ ‘μέχρι πότε θα είμαι μπακούρι;’, λίγο που είχε πετάξει και μια κοιλίτσα ή και τίποτα απ’ όλα αυτά- που είναι εικασίες του συγγραφέα. Πάντως μια μέρα εκεί που έπινε το ουισκάκι του και σκεφτόταν τη ζωή του, ως εκ θαύματος πέρασε από μπροστά του η Λίτσα.
Η Λίτσα δεν ήταν και καμιά γκομενάρα, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε περάσει και απαρατήρητη από μπροστά του αλλά ήταν μάλλον και η αστρική συνεύρεση του
Λαγού με την Κότα εκείνη τη περίοδο που δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες γιατί ο Σάκης ήταν Λαγός στο κινέζικο ωροσκόπιο κι η Λίτσα Κότα.
Πάντως όπως και να ‘χει το πράγμα, ο Σάκης ένιωσε μια καύλα όταν την είδε, του φάνηκε ο αεράτη και πουτανίτσα συνδυασμός που ήταν πάντα θεμιτός στις γυναίκες. Από ένα φιλαράκο έμαθε πως η Λίτσα σύχναζε στο συγκεκριμένο μπαράκι κι αποφάσισε να γίνει θαμώνας ώστε να έχει την ευκαιρία να την παρατηρήσει για λίγο καιρό, γιατί εδώ που τα λέμε καλό το ένστικτο αλλά ο Σάκης δεν ήταν και κανένας άβγαλτος ήξερε πως μια γκόμενα μπορεί να σε ξεγελάσει πριν καλά καλά το καταλάβεις. Έτσι λοιπόν, άρχισε να συχνάζει στο μπαράκι και να την παρατηρεί, στην αρχή εξ αποστάσεως και αργότερα κάνοντας της κανένα ψιλοφλερτάκι μεταξύ αστείου και σοβαρού. Η Λίτσα παρόλο που τον είχε πάρει χαμπάρι έδειχνε να μην πολυσκιάζεται γιατί δεν είχε καμία όρεξη να νταραβεριστεί με κανένα εκείνο τον καιρό και τις καβάτζες της τις είχε και μια χαρά περνούσε. Τον Σάκη το καύλωνε η αδιαφορία της μπορεί να μην ήταν ο Ρουβάς αλλά όταν έβαζε στο μάτι μια γυναίκα ήταν πια και θέμα γοήτρου να μην του ξεφύγει. Επιστράτευσε όλη τη δύναμη της γοητείας του κι όσο πιο βαθιά έμπαινε στο ‘παιχνίδι της κατάκτησης’, τόσο πιο ενδιαφέρον γινόταν ώστε από ένα σημείο και μετά, δε θυμόταν για ποιο λόγο ήθελε να την κατακτήσει, απολάμβανε όμως τόσο τη διαδικασία που ο αρχικός σκοπός ήταν πλέον άνευ σημασίας.
Κι έτσι μια μέρα θριαμβευτικά, η Λίτσα αναστέναζε στα τέσσερα κι αυτός γονατιστός της εξηγούσε ποιος κάνει κουμάντο. Βέβαια η Λίτσα ακόμα κι εκείνη την ημέρα του θριάμβου του Σάκη δεν ήταν και καψούρα με την πάρτη του, αλλά μια χαρά περνούσαν και στο κρεβάτι ταιριάζανε οπότε δε είχε και κανένα λόγο να την κάνει. Ετσι με συνοπτικές διαδικασίες η Λίτσα σούταρε τις καβάτζες της γιατί ο Σάκης δε γούσταρε να του πηδάει κανένας άλλος τη γκόμενα κι έπεσε με τα μούτρα στα προσόντα του Σάκη.
Κι ο Σάκης όμως κύριος, στα ουράνια την ανέβαζε μπορεί να είχε τα ζόρια του εκείνο τον καιρό αλλά τη Λίτσα στα ώπα-ώπα.
Με τον καιρό ο Σάκης ξανάρθε στα ίσα του, γιατί μαλάκας δεν ήταν, ήξερε πότε μια γυναίκα ήταν καψούρα και χαλάρωσε το παλικάρι κι άρχισε να ρίχνει κανένα πούτσο από δω κι από κει γιατί άμα η Λίστα δεν το ΄ξερε κέρατο δεν υφίστατο. Κι Λίτσα άρχισε να στεναχωριέται που ο Σάκης μια την μια δουλειά είχε και μια την άλλη, κι όλο ξερός απ’ την κούραση ήταν, κι όλο επαγγελματικά ραντεβού είχε, κι όλο τον έπαιρνε ο ύπνος και δεν τον έβλεπε κι όλο αργούσε γιατί οι δουλείες του δεν πήγαιναν καλά. Κι από ‘κει που η Λίτσα ήταν το κέντρο του κόσμου, έγινε ένα συνηθισμένο θηλυκό μυαλό που παραλογιζόταν και δεν του έδειχνε εμπιστοσύνη . Κι από κει που ο Σάκης δεν έπαιρνε ανάσα χωρίς τη Λίτσα, άρχισε να τον βαραίνει και να μην τον καταλαβαίνει και να τον ενοχλούν οι αηδίες της. Βέβαια του άρεσε και η πουτανιά της Λίτσας αλλά ‘βρε παιδί μου τι είναι και τούτα τα θηλυκά άμα μαλακώσουν μαλακώνουν για τα καλά’ σκεφτόταν.
Κι ο χρόνος κυλούσε κι η Λίτσα περίμενε να ξαναφτιάξουν οι δουλειές του Σάκη και να γίνει ο άντρας που γνώρισε αλλά μάταια, γιατί ο Σάκης ο ίδιος ήταν με τη διαφορά πως τώρα το κεφάλι του θηράματος κρεμόταν πάνω στο τζάκι κι ακόμα κι αν ήταν ικανοποιημένος με το τρόπαιο του πάντα θα ήθελε να ξαναβγεί και να κυνηγήσει κάτι καινούργιο, μεγαλύτερο ή απλά να νιώσει τη χαρά του κυνηγού. Τώρα αν φταίει η Λίτσα, ο Σάκης, η πουτάνα η ζωή ή απλά ο έρωτας που είναι ‘άρωμα’ και εξατμίζεται άλλοτε γρηγορότερα κι άλλοτε πιο αργά δεν είναι δουλειά μου να το αναλύσω υπάρχουν τόσοι και τόσοι επιφανείς επιστήμονες. Εγώ να ευχηθώ οι Λίτσες και οι Σάκηδες του κόσμου να είναι ευτυχισμένοι και να μπορούν να χαμογελάνε κι αν μη τι άλλο να θυμούνται πως
ακόμα κι αν ένα άρωμα εξατμιστεί πάντα έχεις τη δυνατότητα να το ανανεώσεις αρκεί να μη βαριέσαι να πας στο ντουλάπι να φέρεις το μπουκάλι.Είναι απλά θέμα προσωπικής επιλογης..


Η ιστορία είναι απόλυτα φανταστική, αν κάπου ανάμεσα στις γραμμές βρείτε ένα κομμάτι του εαυτού σας δεν φταίω εγώ , εγώ είμαι απλά ένα
θηλυκό με « γυναικείο μυαλό», αν ψάχνεται για «ανδρικό μυαλό» μάλλον
είστε σε λάθος μπλογκ..

Time found you lying motionless The definition of an old love was lying on the wooden floor of memory Each day you scribble a meaningful ins...